- ιριδίζω
- ιριδίζω βλ. πίν. 33
(μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ιριδίζω — [ίριδα] εμφανίζω τα χρώματα τής ίριδας, παρουσιάζω ιριδισμούς … Dictionary of Greek
ιριδίζω — ισα, αμτβ., εμφανίζω ιριδισμούς, κάνω τα χρώματα της ίριδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ίριδα — I (Ιατρ.). Τμήμα του ματιού, που βρίσκεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και του φακού. Είναι έγχρωμο και χωρίζει τον πρόσθιο από τον οπίσθιο θάλαμο του οφθαλμού. Η αλλαγή του μεγέθους της κόρης γίνεται με τη σύσπαση της ί. ιριδεκτομή.… … Dictionary of Greek
ιρίζω — ἰρίζω (Α) [ίρις] πάπ. εμφανίζω τα χρώματα τής ίριδας, ιριδίζω … Dictionary of Greek
ιριδιστός — ή, ό [ιριδίζω] αυτός που εμφανίζει τα χρώματα τής ίριδας, αυτός που κάνει ιριδισμούς … Dictionary of Greek